Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

από το χωριό, εν είδει σήραγγας




Είναι που το χώμα σου. 
Στάθηκε πάνω στην πέτρα του 
κάτι να πιει να ξεδιψάσει. Να γίνει αντοχή
και φανταζόταν πως θα ήταν.
Που επέστρεψε από τους καιρούς 
των μεγάλων σεισμών. Με νευρικό ζήλο.
Βαριά φορτωμένο έτριζε
πάνω στα ρήγματα. Ίσως και από τη δική σου 
ανάγκη να έχεις ρήγματα. Σαν εύθραυστο όνειρο.
Και ήπιε στίχους. Πόσους στίχους, σπόρους ανοιχτούς 
να μην τους αδικήσω. Η εμπνευσμένη αποκάλυψη
με πληγωμένους αγκώνες σπρώχνει τους πλανήτες.
Σε λιτανεία αναπαραγωγής. Aκόρντα πελαγίσια 
βάρκα βαρκούλα ηλιακά ιστία από το ελαιόδεντρο 
μέχρι και τη φλαμουριά. 
Φουσκωμένη καταχνιά που ύψωσε 
από τον πυθμένα της το χαλίκι του ιλίγγου.
Πάνω στους όγκους του το χώμα σε βουνά. 
Σαν εμβατήριο που ζητάει λογαριασμό. Κυρίως φως. 
Ήπιε τον κατάμεστο ουρανό, τόσον ουρανό 
και από την χοάνη του το φως. Κολλάζ της μάταιης θυσίας 
με τις ενέδρες στους πνεύμονες.
Τι εκθαμβωτικό γεγονός. Ας αλλάξουμε.
Όχι.
Η αγωνία του κενού με ανθρώπινο στήθος
κολυμβήτρια.Έτσι έμοιαζε αν και ακόμα 
δεν φαινόταν από μέσα.
Δεν μπορεί. Τι περίεργο. Περίμενε... πάνω στην πέτρα του.
Το χώμα για το οποίο κι ακόμα περιμένει. Μια αδέσποτη 
από διαστρικό διάστημα;
Έστρεψε τους στίχους πάνω μας σημαδεύοντας 
άφιξη εικόνων. Στο χώμα
η γύρη σκορπίζεται από τους ανέμους