Πνιγμός




















Η νύχτα πέφτει αργά. Κλείνει στα φτερά αμίλητων πουλιών. 

Περιμένει με τον εαυτό της κι ένα βήμα στιγμιαίο.


Εδώ είναι Μεσόγειος. 

Το πέλαγος ανοίγει τη μοίρα του που γυρίζει το κεφάλι από την άλλη.


Είναι στον δρόμο της και πάλι - μέσα

Έξω και πάλι μέσα. Σ’ ένα ζευγάρι πέδιλα η κόρη του Νηρέα.


Οι δίαυλοι δεν ηχούν τον εαυτό της. 

Μια κλήση σιωπηλή, ή όπως είναι το φιλί του Ιουλίου.


(κι έδειξε με τεντωμένο χέρι το κοίλον του ορίζοντα), 

Δίπλωσε το σύννεφο και έκανε κατάδυση προς κάθε κατεύθυνση. 


Στο πιο γλυκό κλαδί της ροδιάς κανείς δεν ορίζει 

Για σημαδούρα ακίνητη. Όσο μιλούσε... βρέχει στη λήθη. 


Ενάντια στο σκόρπισμα του αέρα τα δέντρα συναρμολογήθηκαν.

Νέο τοπίο από τις σπρωξιές της Πίνδου Δυτικά.


Οι βροχοπτώσεις αρκετές. Θρηνούν.

Μια προσωπική ιστορία λεηλατήθηκε στην Κορινθία.


Άνοιξε το παρελθόν χωρίς επιστροφή. Άφησε το μολύβι να  κάθετε ήσυχο. 

Ο σεισμός οδήγησε την Ακροκόρινθο να χτίσει νέα πόλη.


Το νερό στο αυλάκι της αυριανής ημέρας. Η Θεσσαλία
Ποτίζεται σε μελλούμενες γενιές;


(και η φύση του χωραφιού φωνάζει από το χώμα της)

Υπάρχει κι ένα πλοίο!
Στο καλειδοσκόπιο με αόρατο ιστίο. Με βρίσκει στον Ευβοϊκό

Να κολυμπώ με την σκαπάνη του ανθρακωρύχου, χτυπάω τον μπλέ ουρανό

Και στα φτερά τους με τα μεγάλα μάτια, σαν ιπτάμενοι διάκοσμοι,

Πεταλούδες στο φως.

ποιήματα*



Ι


Χρώματα στο φως του πρωινού ήλιου

Τα πινέλα στις ρίζες των δέντρων,

Πρόσφορο έδαφος σε σχήμα προσώπου.


Μόλις αποσύρονται οι παρατηρητές

Του ωραίου και είσαι χαμένος,

Ο τόπος δωρίζεται εκ νέου σ' αυτόν που αναμένει.


ΙΙ


Ένα σημάδι σφυγμού στο ρίγος του Χειμώνα

Διάβηκε το κυκλάμινο κι ύστερα έσπασε

Σε φως, τρώγοντας λίγο

Άγριο χορτάρι - τα λευκά τείχη έπεσαν,

Στην ησυχία του χωριού, λευκή μονοτονία.


*


Το χιόνι ύψωσε το κρύο χτυπώντας

Τις φτερούγες του βάλτου -  τινάχτηκε το ρυάκι

Από τον καθρέφτη του και κύλισε 

Το ειδωλό του μοναχό, ή γέρνει την υδάτινη

Ροή του στην τάφρο των ονείρων;


Στο στρίφωμα του ιπτάμενου σμήνους

Ένα ξερό καλάμι με το δισάκι του

Τραβάει για την Ιθάκη.


*


Αργά σήκωσε το κρύο του ο Χειμώνας, 

Στην πύλη της Άνοιξης 

Μια ανάλαφρη αψίδα δροσιάς - νιώθεις, 

Ότι οι εποχές 

Θέλουν το καλό μας.


Οι Βαλκυρίες στου Βάγκνερ

Το σιδηροδρομικό σταθμό.


ΙΙΙ


Ό,τι που δίνει και απαρνείται

Τα μέτρα, προηγείται,

Έρχεται από την εστία της καρδιάς


Από την φωτίζουσα φλόγα

Που αποσύρει την επιφυλακή της

Έχει ένα τοπίο - διαμονητήριο


*


Δουλεύουν με τα σαγόνια

Της παρατήρησης, πίσω από τον ερχομό

Φλογερίζουν υγιή και χαρούμενα

Θέρετρα παροντικά - ας μείνουν εκεί

« Ποιοι όμως είναι εκεί; »


*


Ψηλά στο κατώφλι ένα στρογγυλό γύψινο 

Η άβυσσος του ήλιου.

Στιγμές - στιγμές βλέπεις την ζητούμενη

Επαλήθευση του ματιού.


Ένα μέρος που λέγεται ασβέστης

Αλλάζει το νερό σε χρώμα.


Η σελίδα είναι έτοιμη.

ΙV


Ένας βράχος από άλλη νήσο

Ήρθε σε αυτή - από το ταξίδι του

Ρηγματώθηκε βαθιά.


Η θυελλώδης Σίκινος αιωρείται

Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.


« Πως πάμε; »


*


Χτισμένη στο δίκαιο μέτρημα με τον αέρα. 

Η Αμαρυνθία πέτρα

Έδεσε την ακτογραμμή της - στην Όχη,


Το πριόνι του ήλιου από υγρό πυρ κόβει τους κάβους. 

Ο κόλπος κυματίζει από το πέταλό του 

Συμβάντα βυθού. 


Σάλπαρε γι' άλλο νησί, στα Στύρα, του Μεγάλου Ρέματος. 

Οι θέσεις των πύργων το μαρτυρούν, όπως και τα θραύσματα 

Από μελαμβαφή αγγεία και επιτύμβια λατομεία.


Ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστεί

Ο Καστανόλογγος με τις πετρωμένες σκιές.


Πλήθος βαρομέτρων και υδροχαρή φυτά,

Απ' τ' άρμενά του ο Καφηρέας με το γλωσσίδι

Του φάρου να σπάζει την περιστροφή του στα Δρακόσπιτα.

 

Η αφροδισία Κάρυστος παλεύει με τα δίχτυα της. 

V


Σκέφτομαι πως ο Έβρος θα είναι κιόλας

Τυλιγμένος μέσα στο ηλιάνθεμο χρώμα. 


Το δάσος κάηκε - η Δαδιά με τον Βασιλαετό 

Και τον Μαυρόγυπα, έκπτωτοι 

Κάθονται στην πορφυρή όχθη. 


Ένα φεγγαροσταχτόνερο κυλάει 

Στο Αινήσιο δέλτα - μάτωσε το ποίημα.


Το πεδίο μάχης νεκρό.


*


Το σταφύλι εδώ αργεί να ωριμάσει,

Τα νερά παφλάζουν μακρόσυρτα 

Στη Σαμοθράκη.


Το Σάος κρύβει το φεγγάρι του. 


Στα ιερά των Καβείρων με βρήκε η νύχτα, 

Πλαγιασμένο - έτοιμο για εκτόξευση.


VI


Από το φαράγγι του Ενιπέα τρέχει η βρύση

Του βουνού στα χείλη,

Πιο πάνω ψέλνουν οι βάθρες - κρατήρες του ποταμού

Που αναβράζουν το χιόνι.


Ο Ιθακήσιος καταδικασμένος από την ομορφιά,

Ζωγράφιζε στην σιωπή της πέτρας 

Το Βραχοχελίδονο - σκορπίστηκε το τοπίο

Μέσα στη φυλλωσιά του.


*


Στο μωβ άνθος του το γιάνκεα, 

Τη ρίζα του κυλάει μες στη ρωγμή του βράχου.


Φυλάει μαζί του: την χάρη των δέντρων,

Τον σοβαρό ίσκιο του Μύτικα,

Το κυνηγημένο όνειρο του ασημόγλαρου,

Στη φωλιά του ο ορειβάτης σκεπασμένος από την ομίχλη,

Ένας χιονοστρούθης κάνει σλάλομ στον αλπικό του ώμο.


Της χαράς 

Η μόνη δύναμη καρφωμένη στης ανάβασης το χώμα. 


Τίποτα δεν χάνεται ως την κορυφή - σε βρίσκει ατελή.







* (2η ενότητα ιδ. συλλογής)

Συναντήσεις














Καμία νότα δεν είναι λάθος

(Ούτε περισσότερο σκληρή) από τη λαμαρίνα.

Βρέχει ήχους απ’ άστρο που κυλά  

Από τη μία και πέφτει στου νεύρου της

Τον έλικα από την άλλη.


Έχει πλαστεί ο εκτελεσμένος της βροχής

Και δένουν τα φυτά στην πρύμνη του κήπου. 

Η λιακάδα θρέφει τη ρίζα στον κόσμο της νηνεμίας

 

Μια στιγμή γης εντελώς διάφανη από στολίδια

Αναπτύσσει το καθάριο θαύμα,


Σ’ αυτή τη νέα εποχή, της αυλακωμένης πλώρης 

Για να τρέχει ο χρόνος στο κατάστρωμα -  

Με ολέθρια όρεξη ο μεταμφιεσμένος.


Το απόγευμα η χλόη φουσκώνει για τελευταία φορά 

Τα σωθικά της πριν καθήσει στο σεντόνι της 

Η εκπνοή της. Άγγιξέ την…


Στο γύρισμα του παρονομαστή που οι πράξεις τον στήνουν 

Σαν κλεψύδρα πληρώνοντας φόρο,

Μνήμη ξεσπιτώσου.

Προσωπογραφία















Αυτή η εποχή

Μπήκε με τη σκαμμένη της ζωή

Στο περιβόλι. Οι ευωδιές ανεγείρονται

Από μία διάφανη μπάντα.

Διαποτίζουν ένα σύστημα αρτηριών. Μέσα

Από το πράσινο χρώμα τους  

Βέλη εν πτήσει τα χορταράκια του

Κι αυτό ήταν όλο.


Σήμερα δεν γράφονται οι λέξεις, δοκιμάζονται: 

Σ’ ένα κοκόνι

Που το γαύγισμά του κεντά  

Ένα γύρω - γύρω το χωριό, επίμονα

Σε θαλασσί βελονιά ένα αερικό.

Δοκιμάζονται: 

Στον αγρότη που γύρισε σπίτι,

Έσπασε από την κούραση κι ο γιος έχασε

Τον δρόμο στην πλευρική του αρτηρία

Που είναι σημαία στο χωράφι κυματίζοντας 

Χτύπους καρδιάς.

 

Εδώ δεν έχει σώματα. 

Δοκιμάζονται σαν κείμενο που δεν έχει τελειωμό.


Μπήκε το σκοτάδι με ρωγμή, ενώνεται με τη σκιά της

Και απάντησε χωρίς να ερωτηθεί: μην κάθεστε εκεί,

Με λίγη υπομονή αλλά με θέρμη

Καταγράψτε ό,τι από τις λέξεις δεν συμβαίνει.

Η πετρωμένη βελανιδιά που άνθισε
























Έλαμψε ο βράχος - στο πεντελικό νταμάρι

Κάτι ζωντανεύει.

Βρίσκει κάποιον και του ανοίγει 

Απροσδιόριστες

Σπονδυλωτές αλληλουχίες. 

Η καρδιά στην αναρρίχηση!

Τρέχει να προλάβει ν’ αρπάξει τις λέξεις. 

Αυτές αρνούνται το σχοινί. 

Αρνείται και το όνειρο αφαιρώντας πλάνη.

Ώστε έμεινε μόνος... τι πράος που είναι

Όταν ο χρόνος εκτρέπεται 

Από τον δρόμο του,

Που δεν είναι δικός σου, ούτε δικός μου,

Είναι του κόσμου και ούτε είναι…

Ας αιωρείται στο κενό, είναι για τη φαντασία.

Ένα μεσημέρι που τράβηξε γι' ανατολικά

 



Πάνω σε αυτό το σώμα που καθόταν εκεί - πιο σκοτεινός 

Συνδιασμός μοιάζει να μην έχει ξημερώσει. 

Αίνιγμα που έχασε όλες τις λύσεις.
Μάταιοι οι ψαλμοί στη μουσική, 
Στα λάβαρα με τ’άστρα -

Οι Ζάρακες έχουν λίγο δρόμο ακόμα.


Στον κολπίσκο με τις πεταλίδες μία οξεία 

Κραυγή.  - Όσφρηση όραση και ακοή. Τι ερχομός! -
Με γέλιο μαζί (είναι σαν χρυσαφένιος δίσκος) 
Απ’ ένα παιδί που παίζει με το κολύμπι του

Μας ανεβάζει 

Από τα βάθη ή σαν κουπί που υψώνει το κύμα.

Ο κάβος στη δέστρα του.


Ένας βράχος που έσπρωξε η θάλασσα στο φως

Να καίγεται η πέτσα του αιώνια. Στην άκρη του αράζει

"Η Μαρίδα". Ένα σκαρί που έχει κάτι να πιεις.

Δεν είναι όπως παλιά. Ούτε εμείς.

Ένα ποτήρι ούζο χτυπάει στο τραπέζι, 

Το χέρι που το πίνει τινάζει τα βλέφαρα στην άμμο.
Η μπύρα αφρίζει από το σκάσιμο του κύματος. 
Μια πορτοκαλάδα
Θέλει το καλαμάκι της για αναπνευστήρα. Το παιδί αρνείται
(Η άρνηση πάντα προηγείται) κρατώντας το καλαμάκι 

Στην προέκταση του ματιού. Απ' αυτό το κανοκιάλι 

Βλέπουμε τους εαυτούς μας στον τυρκουάζ καθρέφτη -
«Βλέπουμε τον κόσμο όλο;».


Μες στον αέρα του το πέλαγος. Το πέλαγος που μεριμνά

Από το κεχριμπαρένιο του κοχύλι: « ο μαγικός δρυμός 

Απλώνει τη ζωή για να πατάει σίγουρα σ’ αυτές τις πέτρες,

Και από τον πυρήνα του αναβράζει ο ήχος των ηλιάνθεμων 

Διαστέλλοντας τα κατάμεστα μάτια. »

Ένα φύλλο που γυρίζει τη δίψα του



















Στην ακτή απαλά διαθλασμένοι

Παίζουμε εκτός χρόνου!


Με φορεμένο το σανδάλι της αβύσσου

Η Γλαυκή με το διάφανο χαρακτήρα

Μετέφερε τα παιδιά της μέσα 

Στα κουβαδάκια, μαζί με κάτι ζωγραφιές

Πελάγους:

Γλάρους και θαμπά μεσημέρια,

Τυχαίους βράχους κάτω από θάλασσες 

Και πεύκα περισκόπια, ακόμα 

Κι ένα σαμιαμίδι στα χρώματα κυρτής ρίζας 

Σαν περιπλανώμενο βότσαλο ή σαν κορδέλα 

Από κορίτσι για όπου 

Φυσάει ο άνεμος την άμμο. 


Ένα ταξίδι 

Στο ιστίο των κυμάτων που μας πήρε μαζί του

Μέχρι να χαθεί από το βάθος

Του ματιού.


Τ’ αρμυρισμένα λόγια, τι νόημα έχει να τα λες 

Αν ό,τι εμφανίζεται ανήκει στις καρδιές.

Στην προγονική αποθήκη



Ανεβαίνουν τα χρόνια και οι κατηφοριές τους 

Τυλίγονται στην ανέμη των φτερών. 


Η παλίρροια κάπου στην έρημο. Όμως έρχεται

Σε μορφή αντλίας.


Λαξευμένα δευτερόλεπτα σε βαριά πέτρα  

Οι ρωγμές 

Που υψώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Και εμείς μαζί. Μέσα σε αυτή την περιοχή.

(Μια μέρα θα ξεφύγουμε. Μια και καλή.)


Ωθούμενα τείχη ψαμμόλιθου, χάνονται στα ανοιχτά, 

Στα χρώματα αρχαίων φύλλων.

Με την μορφή υδρατμών 

Είναι στην αργιλώδη μάζα - την σαρκώνουν - 

Καρδιά αναστατωμένη, στο δόντι του κριτή.


Έξω από αυτή, η σιωπή, εντελώς των ονείρων 

Βρίσκει στο δρόμο της απ’ τον απέραντο

Ουράνιο μίσχο 

Μια πεζή στιγμή - μια αλυσίδα κορυφών επαγρυπνεί. 


Σε βραχώδεις ροές με σπονδύλους και με οστά 

Η σκόνη που ωθεί τον εαυτό της.


Κάρυστος















Χτισμένη στο μέτρημα με τον αέρα. Η Αμαρυνθία πέτρα
Έδεσε την ακτογραμμή της στην Όχη.

Το πριόνι του ήλιου από υγρό πυρ κόβει τους κάβους. 
Ο κόλπος κυματίζει
Από το πέταλό του συμβάντα βυθού. 
Σάλπαρε γι' άλλο νησί, στα Στύρα του Μεγάλου Ρέματος. 
Οι θέσεις των πύργων το μαρτυρούν, όπως και τα θραύσματα 
Από μελαμβαφή αγγεία και επιτύμβια λατομεία.

Ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστούμε
Στον Καστανόλογγο με τις μυστικές σκιές,
Πλήθος βαρομέτρων και υδροχαρή φυτά
Που μας έδειξε
Απ' τ' άρμενά του ο Καφηρέας - από το γλωσσίδι
Του φάρου για τα Δρακόσπιτα 
Η αφροδισία Κάρυστος  Λεύτερη - σαν αγαλμάτια ψυχή,
Παλεύει με τα δίχτυα της. 

Επίγραμμα






Το ημερολόγιο αυτό έκλεισε - υπάρχει ένας ανοιχτός χώρος 

Στην ορατότητα. Στη ράχη του, που μεγαλώνουν και πέρα 

Από το φράχτη οι κληματόβεργες - σε μια νυχτερινή ακινησία

Που επίσης αγαπώ.


Ένα ξεφύλλισμά του από θαλάσσιο αεράκι γεμίζει τις αράδες 

Με το λαμπύρισμα του αλατιού - το νερό χρωματισμένο 

Από αλατόφιλους οργανισμούς.


Τα βήματα στην προκυμαία, η απλωμένη χούφτα

Με τα ψίχουλα, κούπα για τα γλαρόνια 

Που εφορμούν στην αγκαλιά της. Ποτέ δεν είναι σίγουρη η άμυνα. 


Η άμυνα κρέμεται από τον ήλιο και το φεγγάρι. 

Ας μείνει εκεί. Ανεξήγητο πανί.


Αναπνέω σαν παιδική ζωγραφιά.

Το χαμόγελο πήρε τον δρόμο του. 


Ένα τοπογραφικό σημείο με ταξίδια στο ατελείωτο φιλμ.

Καίγεται το λάστιχο στην άσφαλτο.


Ο καπνός είναι στροφές σ’αυτό το ποίημα - ένας

Νεκρός φίλος μου στέλνει χαιρετίσματα - με νεκρική σιωπή.

Το κενό έχει γραφεί; 

Τι περιπέτεια…