Η νύχτα πέφτει αργά. Κλείνει στα φτερά αμίλητων πουλιών.
Περιμένει με τον εαυτό της κι ένα βήμα στιγμιαίο.
Εδώ είναι Μεσόγειος.
Το πέλαγος ανοίγει τη μοίρα του που γυρίζει το κεφάλι από την άλλη.
Είναι στον δρόμο της και πάλι - μέσα
Έξω και πάλι μέσα. Σ’ ένα ζευγάρι πέδιλα η κόρη του Νηρέα.
Οι δίαυλοι δεν ηχούν τον εαυτό της.
Μια κλήση σιωπηλή, ή όπως είναι το φιλί του Ιουλίου.
(κι έδειξε με τεντωμένο χέρι το κοίλον του ορίζοντα),
Δίπλωσε το σύννεφο και έκανε κατάδυση προς κάθε κατεύθυνση.
Στο πιο γλυκό κλαδί της ροδιάς κανείς δεν ορίζει
Για σημαδούρα ακίνητη. Όσο μιλούσε... βρέχει στη λήθη.
Ενάντια στο σκόρπισμα του αέρα τα δέντρα συναρμολογήθηκαν.
Νέο τοπίο από τις σπρωξιές της Πίνδου Δυτικά.
Οι βροχοπτώσεις αρκετές. Θρηνούν.
Μια προσωπική ιστορία λεηλατήθηκε στην Κορινθία.
Άνοιξε το παρελθόν χωρίς επιστροφή. Άφησε το μολύβι να κάθετε ήσυχο.
Ο σεισμός οδήγησε την Ακροκόρινθο να χτίσει νέα πόλη.
Το νερό στο αυλάκι της αυριανής ημέρας. Η Θεσσαλία
Ποτίζεται σε μελλούμενες γενιές;
(και η φύση του χωραφιού φωνάζει από το χώμα της)
Υπάρχει κι ένα πλοίο!
Στο καλειδοσκόπιο με αόρατο ιστίο. Με βρίσκει στον Ευβοϊκό
Να κολυμπώ με την σκαπάνη του ανθρακωρύχου, χτυπάω τον μπλέ ουρανό
Και στα φτερά τους με τα μεγάλα μάτια, σαν ιπτάμενοι διάκοσμοι,
Πεταλούδες στο φως.