Ήτανε μια φορά




















Μια διάσχιση όπως τώρα, όπως είναι, όταν η νύχτα πέφτει αργά 

Και κλείνει στα φτερά αμίλητων πουλιών. Παραείναι δυνατό. 

Τον βρήκε η βόλτα. Περίμενε με τον εαυτό του. 

Ήταν δύο όπως είναι όλοι κι ένα βήμα στιγμιαίο με ταμπεραμέντο. 

Ακριβώς γι’ αυτό, 

Το μάτι ανοίγει στη μοίρα του που γυρίζει το κεφάλι από την άλλη.


Είναι στον δρόμο του και πάλι - μέσα

Έξω και πάλι μέσα. Σ’ ένα ζευγάρι πέδιλα η κόρη του Νηρέα

Ξεφεύγει από την λάμψη της και τίποτα δεν λέει ο εαυτό της. 

Κομμάτια σπασμένα στο υγρό χαρτί, ή όπως είναι το φιλί
Μέσα από την ψυχή. Οι απαντήσεις μες απ’την 

Αρχαϊκή φωλιά της. 


Από όλη τη δύναμη του δρόμου εκείνου, (κι έδειξε με το τεντωμένο χέρι 

το κοίλον του ορίζοντα), δίπλωσε το σύννεφο και έκανε κατάδυση 

Προς κάθε κατεύθυνση. Στο πιο καλό κλαδί της μεγάλης ροδιάς

Κανείς δεν ορίζει για σημαδούρα ακίνητη. 

Όσο μιλούσε... το τοπίο δεν έλεγε τίποτα και χάθηκε στη λήθη. 

Δεν απέμεινε τίποτα.

 

Στην επιστροφή άφησε το μολύβι να  κάθετε ήσυχο. Όλοι τους έχουν

Αποκάμει. Εδώ όμως, στα φτερά τους με τα μεγάλα μάτια, πεταλούδες 

Σαν ιπτάμενοι διάκοσμοι με αυτά που έχουν καταγράψει οι βόλτες,

Ίσως - δεν είναι μόνο μια γρατσουνιά, μοιάζει με χαμόγελο.