Σιτάρι, είναι του τόπου αυτού
(που αφήνεται σαν μοναξιά;)
Με στάχυα ηλιοκαμμένα.
Η ριπή του ανέμου φιλτράρεται
Από το χωράφι που η καρδιά του χτυπά
Με ρυθμό εαρινού τηλεγραφήματος.
Από την αναστάτωση παρουσία μιας τραχιάς μορφής
Τα μαζεμένα φτερά έγιναν καπνός
Ή σαν ιδέα που μόλις έφυγε από τη ζύμωση
Και εμφανίζεται το αίμα.
Κρουστός λαιμός ο βάτραχος
Χωρίς φάλτσο
Κελαρύζει ένα ρυάκι,
Κάπου ανάμεσα στις ελιές,
Ο κανονικός σφυγμός
Μόλις πήρε σχήμα ένα πουλί φλογερίζει μόνο του
Και ανοίγει τις πύλες
Της ημέρας που αιωρείται στο κριθαρένιο
Χρώμα της και φτιάχνει στο ίδιο σημείο
Τα πράγματα -
Τίποτα. Ένα ΤΙΠΟΤΑ δεμένο στην ομορφιά
Και λίγο πριν διαλυθεί από το σφίξιμο παραπλανεί
Τις νέες πληγές: ακόμα φαγώσιμοι!