Ένα μεσημέρι που τράβηξε γι' ανατολικά

 



Πάνω σε αυτό το σώμα που καθόταν εκεί - πιο σκοτεινός 

Συνδιασμός μοιάζει να μην έχει ξημερώσει. 

Αίνιγμα που έχασε όλες τις λύσεις.
Μάταιοι οι ψαλμοί στη μουσική, 
Στα λάβαρα με τ’άστρα -

Οι Ζάρακες έχουν λίγο δρόμο ακόμα.


Στον κολπίσκο με τις πεταλίδες μία οξεία 

Κραυγή.  - Όσφρηση όραση και ακοή. Τι ερχομός! -
Με γέλιο μαζί (είναι σαν χρυσαφένιος δίσκος) 
Απ’ ένα παιδί που παίζει με το κολύμπι του

Μας ανεβάζει 

Από τα βάθη ή σαν κουπί που υψώνει το κύμα.

Ο κάβος στη δέστρα του.


Ένας βράχος που έσπρωξε η θάλασσα στο φως

Να καίγεται η πέτσα του αιώνια. Στην άκρη του αράζει

"Η Μαρίδα". Ένα σκαρί που έχει κάτι να πιεις.

Δεν είναι όπως παλιά. Ούτε εμείς.

Ένα ποτήρι ούζο χτυπάει στο τραπέζι, 

Το χέρι που το πίνει τινάζει τα βλέφαρα στην άμμο.
Η μπύρα αφρίζει από το σκάσιμο του κύματος. 
Μια πορτοκαλάδα
Θέλει το καλαμάκι της για αναπνευστήρα. Το παιδί αρνείται
(Η άρνηση πάντα προηγείται) κρατώντας το καλαμάκι 

Στην προέκταση του ματιού. Απ' αυτό το κανοκιάλι 

Βλέπουμε τους εαυτούς μας στον τυρκουάζ καθρέφτη -
«Βλέπουμε τον κόσμο όλο;».


Μες στον αέρα του το πέλαγος. Το πέλαγος που μεριμνά

Από το κεχριμπαρένιο του κοχύλι: « ο μαγικός δρυμός 

Απλώνει τη ζωή για να πατάει σίγουρα σ’ αυτές τις πέτρες,

Και από τον πυρήνα του αναβράζει ο ήχος των ηλιάνθεμων 

Διαστέλλοντας τα κατάμεστα μάτια. »