Προσωπογραφία















Αυτή η εποχή

Μπήκε με τη σκαμμένη της ζωή

Στο περιβόλι. Οι ευωδιές ανεγείρονται

Από μία διάφανη μπάντα.

Διαποτίζουν ένα σύστημα αρτηριών. Μέσα

Από το πράσινο χρώμα τους  

Βέλη εν πτήσει τα χορταράκια του

Κι αυτό ήταν όλο.


Σήμερα δεν γράφονται οι λέξεις, δοκιμάζονται: 

Σ’ ένα κοκόνι

Που το γαύγισμά του κεντά  

Ένα γύρω - γύρω το χωριό, επίμονα

Σε θαλασσί βελονιά ένα αερικό.

Δοκιμάζονται: 

Στον αγρότη που γύρισε σπίτι,

Έσπασε από την κούραση κι ο γιος έχασε

Τον δρόμο στην πλευρική του αρτηρία

Που είναι σημαία στο χωράφι κυματίζοντας 

Χτύπους καρδιάς.

 

Εδώ δεν έχει σώματα. 

Δοκιμάζονται σαν κείμενο που δεν έχει τελειωμό.


Μπήκε το σκοτάδι με ρωγμή, ενώνεται με τη σκιά της

Και απάντησε χωρίς να ερωτηθεί: μην κάθεστε εκεί,

Με λίγη υπομονή αλλά με θέρμη

Καταγράψτε ό,τι από τις λέξεις δεν συμβαίνει.

Η πετρωμένη βελανιδιά που άνθισε
























Έλαμψε ο βράχος - στο πεντελικό νταμάρι

Κάτι ζωντανεύει.

Βρίσκει κάποιον και του ανοίγει 

Απροσδιόριστες

Σπονδυλωτές αλληλουχίες. 

Η καρδιά στην αναρρίχηση!

Τρέχει να προλάβει ν’ αρπάξει τις λέξεις. 

Αυτές αρνούνται το σχοινί. 

Αρνείται και το όνειρο αφαιρώντας πλάνη.

Ώστε έμεινε μόνος... τι πράος που είναι

Όταν ο χρόνος εκτρέπεται 

Από τον δρόμο του,

Που δεν είναι δικός σου, ούτε δικός μου,

Είναι του κόσμου και ούτε είναι…

Ας αιωρείται στο κενό, είναι για τη φαντασία.

Ένα μεσημέρι που τράβηξε γι' ανατολικά

 



Πάνω σε αυτό το σώμα που καθόταν εκεί - πιο σκοτεινός 

Συνδιασμός μοιάζει να μην έχει ξημερώσει. 

Αίνιγμα που έχασε όλες τις λύσεις.
Μάταιοι οι ψαλμοί στη μουσική, 
Στα λάβαρα με τ’άστρα -

Οι Ζάρακες έχουν λίγο δρόμο ακόμα.


Στον κολπίσκο με τις πεταλίδες μία οξεία 

Κραυγή.  - Όσφρηση όραση και ακοή. Τι ερχομός! -
Με γέλιο μαζί (είναι σαν χρυσαφένιος δίσκος) 
Απ’ ένα παιδί που παίζει με το κολύμπι του

Μας ανεβάζει 

Από τα βάθη ή σαν κουπί που υψώνει το κύμα.

Ο κάβος στη δέστρα του.


Ένας βράχος που έσπρωξε η θάλασσα στο φως

Να καίγεται η πέτσα του αιώνια. Στην άκρη του αράζει

"Η Μαρίδα". Ένα σκαρί που έχει κάτι να πιεις.

Δεν είναι όπως παλιά. Ούτε εμείς.

Ένα ποτήρι ούζο χτυπάει στο τραπέζι, 

Το χέρι που το πίνει τινάζει τα βλέφαρα στην άμμο.
Η μπύρα αφρίζει από το σκάσιμο του κύματος. 
Μια πορτοκαλάδα
Θέλει το καλαμάκι της για αναπνευστήρα. Το παιδί αρνείται
(Η άρνηση πάντα προηγείται) κρατώντας το καλαμάκι 

Στην προέκταση του ματιού. Απ' αυτό το κανοκιάλι 

Βλέπουμε τους εαυτούς μας στον τυρκουάζ καθρέφτη -
«Βλέπουμε τον κόσμο όλο;».


Μες στον αέρα του το πέλαγος. Το πέλαγος που μεριμνά

Από το κεχριμπαρένιο του κοχύλι: « ο μαγικός δρυμός 

Απλώνει τη ζωή για να πατάει σίγουρα σ’ αυτές τις πέτρες,

Και από τον πυρήνα του αναβράζει ο ήχος των ηλιάνθεμων 

Διαστέλλοντας τα κατάμεστα μάτια. »

Ένα φύλλο που γυρίζει τη δίψα του



















Στην ακτή απαλά διαθλασμένοι

Παίζουμε εκτός χρόνου!


Με φορεμένο το σανδάλι της αβύσσου

Η Γλαυκή με το διάφανο χαρακτήρα

Μετέφερε τα παιδιά της μέσα 

Στα κουβαδάκια, μαζί με κάτι ζωγραφιές

Πελάγους:

Γλάρους και θαμπά μεσημέρια,

Τυχαίους βράχους κάτω από θάλασσες 

Και πεύκα περισκόπια, ακόμα 

Κι ένα σαμιαμίδι στα χρώματα κυρτής ρίζας 

Σαν περιπλανώμενο βότσαλο ή σαν κορδέλα 

Από κορίτσι για όπου 

Φυσάει ο άνεμος την άμμο. 


Ένα ταξίδι 

Στο ιστίο των κυμάτων που μας πήρε μαζί του

Μέχρι να χαθεί από το βάθος

Του ματιού.


Τ’ αρμυρισμένα λόγια, τι νόημα έχει να τα λες 

Αν ό,τι εμφανίζεται ανήκει στις καρδιές.

Στην προγονική αποθήκη



Ανεβαίνουν τα χρόνια και οι κατηφοριές τους 

Τυλίγονται στην ανέμη των φτερών. 


Η παλίρροια κάπου στην έρημο. Όμως έρχεται

Σε μορφή αντλίας.


Λαξευμένα δευτερόλεπτα σε βαριά πέτρα  

Οι ρωγμές 

Που υψώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Και εμείς μαζί. Μέσα σε αυτή την περιοχή.

(Μια μέρα θα ξεφύγουμε. Μια και καλή.)


Ωθούμενα τείχη ψαμμόλιθου, χάνονται στα ανοιχτά, 

Στα χρώματα αρχαίων φύλλων.

Με την μορφή υδρατμών 

Είναι στην αργιλώδη μάζα - την σαρκώνουν - 

Καρδιά αναστατωμένη, στο δόντι του κριτή.


Έξω από αυτή, η σιωπή, εντελώς των ονείρων 

Βρίσκει στο δρόμο της απ’ τον απέραντο

Ουράνιο μίσχο 

Μια πεζή στιγμή - μια αλυσίδα κορυφών επαγρυπνεί. 


Σε βραχώδεις ροές με σπονδύλους και με οστά 

Η σκόνη που ωθεί τον εαυτό της.


Κάρυστος















Χτισμένη στο μέτρημα με τον αέρα. Η Αμαρυνθία πέτρα
Έδεσε την ακτογραμμή της στην Όχη.

Το πριόνι του ήλιου από υγρό πυρ κόβει τους κάβους. 
Ο κόλπος κυματίζει
Από το πέταλό του συμβάντα βυθού. 
Σάλπαρε γι' άλλο νησί, στα Στύρα του Μεγάλου Ρέματος. 
Οι θέσεις των πύργων το μαρτυρούν, όπως και τα θραύσματα 
Από μελαμβαφή αγγεία και επιτύμβια λατομεία.

Ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστούμε
Στον Καστανόλογγο με τις μυστικές σκιές,
Πλήθος βαρομέτρων και υδροχαρή φυτά
Που μας έδειξε
Απ' τ' άρμενά του ο Καφηρέας - από το γλωσσίδι
Του φάρου για τα Δρακόσπιτα 
Η αφροδισία Κάρυστος  Λεύτερη - σαν αγαλμάτια ψυχή,
Παλεύει με τα δίχτυα της. 

Επίγραμμα






Το ημερολόγιο αυτό έκλεισε - υπάρχει ένας ανοιχτός χώρος 

Στην ορατότητα. Στη ράχη του, που μεγαλώνουν και πέρα 

Από το φράχτη οι κληματόβεργες - σε μια νυχτερινή ακινησία

Που επίσης αγαπώ.


Ένα ξεφύλλισμά του από θαλάσσιο αεράκι γεμίζει τις αράδες 

Με το λαμπύρισμα του αλατιού - το νερό χρωματισμένο 

Από αλατόφιλους οργανισμούς.


Τα βήματα στην προκυμαία, η απλωμένη χούφτα

Με τα ψίχουλα, κούπα για τα γλαρόνια 

Που εφορμούν στην αγκαλιά της. Ποτέ δεν είναι σίγουρη η άμυνα. 


Η άμυνα κρέμεται από τον ήλιο και το φεγγάρι. 

Ας μείνει εκεί. Ανεξήγητο πανί.


Αναπνέω σαν παιδική ζωγραφιά.

Το χαμόγελο πήρε τον δρόμο του. 


Ένα τοπογραφικό σημείο με ταξίδια στο ατελείωτο φιλμ.

Καίγεται το λάστιχο στην άσφαλτο.


Ο καπνός είναι στροφές σ’αυτό το ποίημα - ένας

Νεκρός φίλος μου στέλνει χαιρετίσματα - με νεκρική σιωπή.

Το κενό έχει γραφεί; 

Τι περιπέτεια…

Υπέρβαση






Έκανε άλμα το μπλε
Πάνω από το κιγκλίδωμα.

Tαίριαξε
Με του άσπρου το νεφέλωμα.

Οι μοίρες, σχόλασαν.







(από τις ''Ισορροπίες'', του 2012)

Ο σκύλος στο υπόστεγο



















Το βοσκοτόπι επέστρεψε το κοπάδι του 

Με τον βοσκό στο στάβλο. Η αυγή ξύπνησε από τον σκύλο

Και κατηφορίζει

Στον λαιμό, ψυθιρίζει 

Στα διψασμένα φύλλα: η νύχτα έφυγε και πήρε

Το σύννεφο μαζί της. Ένας άνθρωπος της πόλης 

Την ακολουθεί τραβώντας

Όλο τον κόσμο μαζί του. Δεν επέστρεψε ποτέ.


Το φως σήμερα δεν ήταν σε χρώμα ουρανί. 

Η μορφή του σβήνει από την περικυκλωμένη αγάπη.

Πρόσωπα μέχρι θανάτου.

Τα πινέλα ασταθή, ψάχνοντας άλλα μάτια 

Πετάνε τα χρώματα το ένα στα μούτρα 

Του άλλου.


Μια πέτρα τοξωτή, δίχως θεμέλιο 

Κινείται μέσα στην αναγνώριση. 

Τα πάντα θυμίζουν. 

Η σκουριά της ιστορίας: ίσαλος γραμμή

Του ακίνητου σκάφους, με κάνει πέρα,

Πάνω σε μια γέφυρα από το πήγαιν’ έλα

Των βημάτων κάτι συμβαίνει…

Που η φύση το ξέρει;






Ελαιώνας





















Ρώτα την πλώρη που σου μαθαίνει 

Να ονειρεύεσαι ακόμη. Η επιφάνεια

Του νερού ακίνητη.

Υψώνεται
Σε κατά μήκος πεζοδρόμια,

Χωρισμένη σε πλάκες περιχύνει 

Το περπατημένο μάρμαρο στη λίμνη.

Έτσι πήρε σχήμα οροπεδίου κάποια σελήνη

Και αρχίζει να κυλά το άστρο της αργά
Τη νύχτα εκτός από εμένα τον ίδιο.


Οι σύντομες στιγμές σε γκρο πλαν παλμό

Μαγεύουν το μοναχικό πουλί στο κυπαρίσσι.

Ο νυχτερινός κήπος δεν είναι παρά λόγος

Από ρήματα αράδες 

Σε ατσαλόσυρμα που δείχνει τα δόντια του

Στην σημασία

Όσο και στην παρουσία. Αυτός δεν γονατίζει

Σε καμία παραπλάνηση, 

Βρίσκεται με δέκτη στις κορφές των ιστίων

Μ’ ένα μαντήλι γεμάτο σημάδια από το μπάρκο.


Η γη και η θάλασσα 

Που συνεχίζουν να ταξιδεύουν.