Ένα φύλλο που γυρίζει τη δίψα του



















Στην ακτή απαλά διαθλασμένοι

Παίζουμε εκτός χρόνου!


Με φορεμένο το σανδάλι της αβύσσου

Η Γλαυκή με το διάφανο χαρακτήρα

Μετέφερε τα παιδιά της μέσα 

Στα κουβαδάκια, μαζί με κάτι ζωγραφιές

Πελάγους:

Γλάρους και θαμπά μεσημέρια,

Τυχαίους βράχους κάτω από θάλασσες 

Και πεύκα περισκόπια, ακόμα 

Κι ένα σαμιαμίδι στα χρώματα κυρτής ρίζας 

Σαν περιπλανώμενο βότσαλο ή σαν κορδέλα 

Από κορίτσι για όπου 

Φυσάει ο άνεμος την άμμο. 


Ένα ταξίδι 

Στο ιστίο των κυμάτων που μας πήρε μαζί του

Μέχρι να χαθεί από το βάθος

Του ματιού.


Τ’ αρμυρισμένα λόγια, τι νόημα έχει να τα λες 

Αν ό,τι εμφανίζεται ανήκει στις καρδιές.

Στην προγονική αποθήκη



Ανεβαίνουν τα χρόνια και οι κατηφοριές τους 

Τυλίγονται στην ανέμη των φτερών. 


Η παλίρροια κάπου στην έρημο. Όμως έρχεται

Σε μορφή αντλίας.


Λαξευμένα δευτερόλεπτα σε βαριά πέτρα  

Οι ρωγμές 

Που υψώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Και εμείς μαζί. Μέσα σε αυτή την περιοχή.

(Μια μέρα θα ξεφύγουμε. Μια και καλή.)


Ωθούμενα τείχη ψαμμόλιθου, χάνονται στα ανοιχτά, 

Στα χρώματα αρχαίων φύλλων.

Με την μορφή υδρατμών 

Είναι στην αργιλώδη μάζα - την σαρκώνουν - 

Καρδιά αναστατωμένη, στο δόντι του κριτή.


Έξω από αυτή, η σιωπή, εντελώς των ονείρων 

Βρίσκει στο δρόμο της απ’ τον απέραντο

Ουράνιο μίσχο 

Μια πεζή στιγμή - μια αλυσίδα κορυφών επαγρυπνεί. 


Σε βραχώδεις ροές με σπονδύλους και με οστά 

Η σκόνη που ωθεί τον εαυτό της.


Κάρυστος















Χτισμένη στο μέτρημα με τον αέρα. Η Αμαρυνθία πέτρα
Έδεσε την ακτογραμμή της στην Όχη.

Το πριόνι του ήλιου από υγρό πυρ κόβει τους κάβους. 
Ο κόλπος κυματίζει
Από το πέταλό του συμβάντα βυθού. 
Σάλπαρε γι' άλλο νησί, στα Στύρα του Μεγάλου Ρέματος. 
Οι θέσεις των πύργων το μαρτυρούν, όπως και τα θραύσματα 
Από μελαμβαφή αγγεία και επιτύμβια λατομεία.

Ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστούμε
Στον Καστανόλογγο με τις μυστικές σκιές,
Πλήθος βαρομέτρων και υδροχαρή φυτά
Που μας έδειξε
Απ' τ' άρμενά του ο Καφηρέας - από το γλωσσίδι
Του φάρου για τα Δρακόσπιτα 
Η αφροδισία Κάρυστος  Λεύτερη - σαν αγαλμάτια ψυχή,
Παλεύει με τα δίχτυα της. 

Επίγραμμα






Το ημερολόγιο αυτό έκλεισε - υπάρχει ένας ανοιχτός χώρος 

Στην ορατότητα. Στη ράχη του, που μεγαλώνουν και πέρα 

Από το φράχτη οι κληματόβεργες - σε μια νυχτερινή ακινησία

Που επίσης αγαπώ.


Ένα ξεφύλλισμά του από θαλάσσιο αεράκι γεμίζει τις αράδες 

Με το λαμπύρισμα του αλατιού - το νερό χρωματισμένο 

Από αλατόφιλους οργανισμούς.


Τα βήματα στην προκυμαία, η απλωμένη χούφτα

Με τα ψίχουλα, κούπα για τα γλαρόνια 

Που εφορμούν στην αγκαλιά της. Ποτέ δεν είναι σίγουρη η άμυνα. 


Η άμυνα κρέμεται από τον ήλιο και το φεγγάρι. 

Ας μείνει εκεί. Ανεξήγητο πανί.


Αναπνέω σαν παιδική ζωγραφιά.

Το χαμόγελο πήρε τον δρόμο του. 


Ένα τοπογραφικό σημείο με ταξίδια στο ατελείωτο φιλμ.

Καίγεται το λάστιχο στην άσφαλτο.


Ο καπνός είναι στροφές σ’αυτό το ποίημα - ένας

Νεκρός φίλος μου στέλνει χαιρετίσματα - με νεκρική σιωπή.

Το κενό έχει γραφεί; 

Τι περιπέτεια…

Υπέρβαση






Έκανε άλμα το μπλε
Πάνω από το κιγκλίδωμα.

Tαίριαξε
Με του άσπρου το νεφέλωμα.

Οι μοίρες, σχόλασαν.







(από τις ''Ισορροπίες'', του 2012)

Ο σκύλος στο υπόστεγο



















Το βοσκοτόπι επέστρεψε το κοπάδι του 

Με τον βοσκό στο στάβλο. Η αυγή ξύπνησε από τον σκύλο

Και κατηφορίζει

Στον λαιμό, ψυθιρίζει 

Στα διψασμένα φύλλα: η νύχτα έφυγε και πήρε

Το σύννεφο μαζί της. Ένας άνθρωπος της πόλης 

Την ακολουθεί τραβώντας

Όλο τον κόσμο μαζί του. Δεν επέστρεψε ποτέ.


Το φως σήμερα δεν ήταν σε χρώμα ουρανί. 

Η μορφή του σβήνει από την περικυκλωμένη αγάπη.

Πρόσωπα μέχρι θανάτου.

Τα πινέλα ασταθή, ψάχνοντας άλλα μάτια 

Πετάνε τα χρώματα το ένα στα μούτρα 

Του άλλου.


Μια πέτρα τοξωτή, δίχως θεμέλιο 

Κινείται μέσα στην αναγνώριση. 

Τα πάντα θυμίζουν. 

Η σκουριά της ιστορίας: ίσαλος γραμμή

Του ακίνητου σκάφους, με κάνει πέρα,

Πάνω σε μια γέφυρα από το πήγαιν’ έλα

Των βημάτων κάτι συμβαίνει…

Που η φύση το ξέρει;






Ελαιώνας





















Ρώτα την πλώρη που σου μαθαίνει 

Να ονειρεύεσαι ακόμη. Η επιφάνεια

Του νερού ακίνητη.

Υψώνεται
Σε κατά μήκος πεζοδρόμια,

Χωρισμένη σε πλάκες περιχύνει 

Το περπατημένο μάρμαρο στη λίμνη.

Έτσι πήρε σχήμα οροπεδίου κάποια σελήνη

Και αρχίζει να κυλά το άστρο της αργά
Τη νύχτα εκτός από εμένα τον ίδιο.


Οι σύντομες στιγμές σε γκρο πλαν παλμό

Μαγεύουν το μοναχικό πουλί στο κυπαρίσσι.

Ο νυχτερινός κήπος δεν είναι παρά λόγος

Από ρήματα αράδες 

Σε ατσαλόσυρμα που δείχνει τα δόντια του

Στην σημασία

Όσο και στην παρουσία. Αυτός δεν γονατίζει

Σε καμία παραπλάνηση, 

Βρίσκεται με δέκτη στις κορφές των ιστίων

Μ’ ένα μαντήλι γεμάτο σημάδια από το μπάρκο.


Η γη και η θάλασσα 

Που συνεχίζουν να ταξιδεύουν.



ναρκολωρίδες





Όταν νυχτώνει το σπίτι είναι εκπληκτικά ασταθές

Η αστάθεια αποτυπώνεται στα όσα βλέπουν οι τοίχοι

Οι τοίχοι που δεν στερούνται υγρασίας

Υγρασία όχι από το θυμάμαι αλλά από το ξεχνώ

Ξεχνώ

Στο όνειρο μουγκρίζω και ξυπνώ

Το όνειρο δεν θέλει να μιλήσω ξυπνώ για ύπνο

Άφαντος ο ύπνος

Ύπνος στον άνεμο στα πεύκα και πιο πέρα κι ακόμα

Κι ακόμα στον άνεμο στα πεύκα και πιο πέρα και μέσα τους ακόμα

Και μέσα τους κυρίως μέσα μου θα χαραχθούν ναρκολωρίδες σε σειρά

Σειρά τη σειρά να γράψω μία σειρούλα νάρκη

Η νάρκη στο μολύβι και λέει η προσοχή: στο εμπύρευμα βάλε λογική

Η λογική που είναι θηλυκό μόνο πολεμιστή μπορεί να αγαπήσει.

Bόρρισμα, 2014 (ISBN:978-618-81561-1-1)



Ο Θεός σου
πιο κοίλος από το διάστημα
κι ακόμα πιο Θεός
που λαχταρά ερωτηματικά
και τραύματα!

Το τραγουδούν τα ποιητικά,
το ίχνος παλίρροια το ίχνος κομμάτι ορμητικής
λέξης κι ας έμεινε αστόχαστη
που ανυψώνεται σε Είναι και Λέει
τις κουβέντες ανάποδα, είναι
και παρουσιάζεται και υπογράφει
το γυρισμένο της κεφάλι
τις συνέπειες συντροφιάς από ύψος αλήθειας

Κοίτα πώς γλιστράνε οι λέξεις
στην αλήθεια, λέει ο μοναχικός
συνοδοιπόρος εξαντλημένος

Και χάνει ένας την ψυχραιμία κι είναι ο ορειβάτης
από ξαφνική ομίχλη και ραγδαία βροχή
που στροβιλίζεται και τον λασπώνει φριχτά
και γίνεται η δυσκολία, ένας ορθοστάτης
ένας με παγωμένα χείλη μια φύση ρυακιών 
που σε ακολουθεί στην ψεύτικη διεύθυνση

που 'χει τον πρώτο λόγο στη σιωπή και τη δικιά σου
ακόμα που της σκορπά ό,τι της έχει γραφτεί σε ύψος

και λέγεται αυτό «βόρρισμα σταράτο».

Πήλιο




Οι πέτρες
από το αφρισμένο λινό που φοράει
η
αλμύρα όταν τα μποφόρια
και το κορίτσι,
απλώθηκε

απ’ το μπριζάτο ήχο τζίτζικα
που ευδοκίμησε
στον εγκέφαλο
και μάρτυρές του οι φτέρες
της όρθιας ζέστης

που ο Μορφέας τη βρήκε
με σώμα, 
το σώμα της  λυμένο
απ' όλες τις μπάντες λυμένο

και να 'μαστε εδώ,

με τον Αύγουστο του Λόρκα
στο ποίημα
με όλους τους καιρούς και τα δελτία
για μια φετούλα από το μάγουλο
της θάλασσας
κι αδήλωτα πλατάνια
τη μυρωδιά του πεύκου
το γινομένο σύκο,

υπερασπισμένη πατρίδα,
βουνό των βουνών
Πήλιο

με το δρακόφρυδο
και την τραχιά οπλή,
εδώ έχω αναληφθεί
το όνειρο
τον ελεύθερο δρόμο.