Τσίγκος Αυλακωτός














Καμία νότα δεν είναι λάθος

(Ούτε περισσότερο σκληρή) από τη λαμαρίνα.

Βρέχει ήχους απ’ άστρο που κυλά  

Από τη μία και πέφτει στου νεύρου της

Τον έλικα από την άλλη.


Έχει πλαστεί ο εκτελεσμένος της βροχής

Και δένουν τα φυτά στην πρύμνη του κήπου. 

Η λιακάδα θρέφει τη ρίζα στον κόσμο της νηνεμίας. 

Μια στιγμή γης εντελώς διάφανη από στολίδια.

Αναπτύσσεται μια περγαμηνή. Το καθάριο θαύμα.


Σ’ αυτή τη νέα εποχή με αυλακωμένη πλώρη 

Για να τρέχει ο χρόνος στο κατάστρωμα, θα δεις
Τον έρωτα με ολέθρια όρεξη.

Το απόγευμα η χλόη φουσκώνει για τελευταία φορά 

Τα σωθικά της πριν καθήσει στο σεντόνι της 

Η εκπνοή της. Άγγιξέ την... 


Στο γύρισμα του παρονομαστή, που οι πράξεις τον στήνουν 

Σαν κλεψύδρα πληρώνοντας φόρο,

Μνήμη ξεσπιτώσου.


Βράδιασμα στον κάμπο















Αυτή η εποχή που κάπου αρμένιζε 

Μπήκε με τη σκαμμένη της ζωή

Στο περιβόλι. Οι ευωδιές ανεγείρονται

Απελευθερωτικά από μία διάφανη μπάντα.

Διαποτίζουν ένα σύστημα αρτηριών. Μέσα

Από το πράσινο χρώμα τους  

Βέλη εν πτήσει τα χορταράκια του!


Σήμερα δεν γράφονται οι λέξεις, δοκιμάζονται: 

Σ’ ένα κοκόνι

Που το γαύγισμά του κεντά  

Ένα γύρω γύρω το χωριό, επίμονα

Σε θαλασσί βελονιά ένα αερικό.


Δοκιμάζονται: 

Στον αγρότη που γύρισε σπίτι,

Έσπασε από την κούραση κι ο γιος έχασε

Τον δρόμο στην πλευρική του αρτηρία,

Που είναι σημαία στο χωράφι κυματίζοντας 

Χτύπους καρδιάς.

 

Εδώ δεν έχει σώματα. 

Δοκιμάζονται. Σαν κείμενο που δεν έχει τελειωμό.


Στο σκοτάδι μία ρωγμή ενώνεται με τη σκιά της

Και απάντησε χωρίς να ερωτηθεί: μην κάθεστε εκεί,

Με λίγη υπομονή αλλά με θέρμη

Καταγράψτε ό,τι από τις λέξεις δεν συμβαίνει.


Σαν θρόισμα
























Από αυτό το στραγγιστήρι 

Που είναι αναγνώσιμο στα γόνατα 

Κάτι ζωντανεύει.

Βρίσκει κάποιον και του ανοίγει 

Απροσδιόριστες

Σπονδυλωτές αλληλουχίες. Να τις περπατήσει. 

Η καρδιά 

Τρέχει να προλάβει ν’ αρπάξει τις λέξεις. 

Αυτές αρνούνται. 

Αρνείται και το όνειρο αφαιρώντας πλάνη.

Ώστε έμεινε μόνος... τι πράος που είναι

Όταν ο χρόνος εκτρέπεται 

Από τον δρόμο του

Που δεν είναι δικός σου, ούτε δικός μου,

Είναι του κόσμου και ούτε είναι... 

Κρεμασμένος στο κενό, είναι για τη φαντασία.


Ένα μεσημέρι που τράβηξε γι' ανατολικά

 



Πάνω σε αυτό το σώμα που καθόταν εκεί - πιο σκοτεινός 

Συνδιασμός μοιάζει να μην έχει ξημερώσει. 

Αίνιγμα που έχασε όλες τις λύσεις.
Μάταιοι οι ψαλμοί στη μουσική, 
Στα λάβαρα με τ’άστρα -

Οι Ζάρακες έχουν λίγο δρόμο ακόμα.


Στον κολπίσκο με τις πεταλίδες μία οξεία 

Κραυγή.  - Όσφρηση όραση και ακοή. Τι ερχομός! -
Με γέλιο μαζί (είναι σαν χρυσαφένιος δίσκος) 
Απ’ ένα παιδί που παίζει με το κολύμπι του

Μας ανεβάζει 

Από τα βάθη ή σαν κουπί που υψώνει το κύμα.

Ο κάβος στη δέστρα του.


Ένας βράχος που έσπρωξε η θάλασσα στο φως

Να καίγεται η πέτσα του αιώνια. Στην άκρη του αράζει

"Η Μαρίδα". Ένα σκαρί που έχει κάτι να πιεις.

Δεν είναι όπως παλιά. Ούτε εμείς.

Ένα ποτήρι ούζο χτυπάει στο τραπέζι, 

Το χέρι που το πίνει τινάζει τα βλέφαρα στην άμμο.
Η μπύρα αφρίζει από το σκάσιμο του κύματος. 
Μια πορτοκαλάδα
Θέλει το καλαμάκι της για αναπνευστήρα. Το παιδί αρνείται
(Η άρνηση πάντα προηγείται) κρατώντας το καλαμάκι 

Στην προέκταση του ματιού. Απ' αυτό το κανοκιάλι 

Βλέπουμε τους εαυτούς μας στον τυρκουάζ καθρέφτη -
«Βλέπουμε τον κόσμο όλο;».


Μες στον αέρα του το πέλαγος. Το πέλαγος που μεριμνά

Από το κεχριμπαρένιο του κοχύλι: « ο μαγικός δρυμός 

Απλώνει τη ζωή για να πατάει σίγουρα σ’ αυτές τις πέτρες,

Και από τον πυρήνα του αναβράζει ο ήχος των ηλιάνθεμων 

Διαστέλλοντας τα κατάμεστα μάτια. »

Ένα φύλλο που γυρίζει



















Στην ακτή, απαλά διαθλασμένοι

Παίζουμε εκτός χρόνου!

Με φορεμένο το σανδάλι της αβύσσου

Η Γλαυκή με το διάφανο χαρακτήρα,

Μετέφερε τα παιδιά της μέσα 

Στα κουβαδάκια, μαζί με κάτι ζωγραφιές

Πελάγους

Γλάρους και θαμπά μεσημέρια,

Τυχαίους βράχους κάτω από θάλασσες 

Και πεύκα περισκόπια, ακόμα 

Κι ένα σαμιαμίδι στα χρώματα κυρτής ρίζας 

Σαν περιπλανώμενο βότσαλο ή σαν κορδέλα 

Από κορίτσι για όπου 

Φυσάει ο άνεμος την άμμο. 


Ένα ταξίδι 

Στο ιστίο των κυμάτων που μας πήρε μαζί του

Μέχρι να χαθεί από το βάθος

Του ματιού.


Τ’ αρμυρισμένα λόγια, τι νόημα έχει να τα λες 

Αν ό,τι εμφανίζεται ανήκει στις καρδιές.

Ο μύλος



Ανεβαίνουν τα χρόνια και οι κατηφοριές τους 

Τυλίγονται στην ανέμη των φτερών. 

Αποβιβασμένα από της γης τα ενδόμυχα βάθη

Χτυπούν στο δάκρυ - εκείνο που η ροή του 

εργάζεται και ξέρει να γελά.


Η παλίρροια κάπου στην έρημο. Όμως έρχεται

Σε μορφή αντλίας με σφυροκοπήματα και οιωνούς.

Λευκή σελίδα μιας συνέχειας 

Από καιρό σκληρίας ξέρας σ’ έν’ άλλο πρωινό.


Λαξευμένα σε βαριά πέτρα με ρωγμές αιώνων

Που υψώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Και εμείς μαζί. Μέσα σε αυτή την περιοχή.

(Μια μέρα θα ξεφύγουμε. Μια και καλή.)


Ωθούμενα τείχη ψαμμόλιθου χάνονται στα ανοιχτά. 

Βρίσκονται στα χρώματα αρχαίων φύλλων.

Με την μορφή υδρατμών 

Είναι στην αργιλώδη μάζα - την σαρκώνουν - 

Καρδιά αναστατωμένη.


Έξω από αυτή. Η σιωπή, εντελώς των ονείρων 

Βρίσκει στο δρόμο της απ’ τον απέραντο

Ουάνιο μίσχο 

Μια πεζή στιγμή - μια αλυσίδα με βουνά επαγρυπνεί. 


Σε βραχώδεις ροές με σπονδύλους και με οστά 

Η σκόνη - που ωθεί τον εαυτό της.


Κάρυστος















Χτισμένη στο μέτρημα με τον αέρα. Η Αμαρυνθία πέτρα
Έδεσε την ακτογραμμή της στην Όχη.

Το πριόνι του ήλιου από υγρό πυρ κόβει τους κάβους. 
Ο κόλπος κυματίζει
Από το πέταλό του συμβάντα βυθού. 
Σάλπαρε γι' άλλο νησί, στα Στύρα του Μεγάλου Ρέματος. 
Οι θέσεις των πύργων το μαρτυρούν, όπως και τα θραύσματα 
Από μελαμβαφή αγγεία και επιτύμβια λατομεία.

Ποιος ξέρει τι πρόκειται να μοιραστούμε
Στον Καστανόλογγο με τις μυστικές σκιές,
Πλήθος βαρομέτρων και υδροχαρή φυτά
Που μας έδειξε
Απ' τ' άρμενά του ο Καφηρέας - από το γλωσσίδι
Του φάρου για τα Δρακόσπιτα 
Η αφροδισία Κάρυστος  Λεύτερη - σαν αγαλμάτια ψυχή,
Παλεύει με τα δίχτυα της. 

Αυτοσχέδιο





Το ημερολόγιο αυτό είναι κλειστό στην ορατότητα.

Στη ράχη του μεγαλώνουν και πέρα από το φράχτη 

Οι κληματόβεργες, σε μια νυχτερινή ακινησία

Που επίσης αγαπώ.

Ένα ξεφύλλισμά του από θαλάσσιο αεράκι 

Γεμίζει τις αράδες 

Με το λαμπύρισμα του αλατιού  -  το νερό χρωματισμένο 

Από αλατόφιλους οργανισμούς και τα βήματα 

Στην προκυμαία, η απλωμένη χούφτα

Με τα ψίχουλά της κούπα για τα γλαρόνια 

Που εφορμούν. Ποτέ δεν είναι σίγουρη η άμυνα. 

Η άμυνα 

Κρέμεται από τον ήλιο και το φεγγάρι. Ας μείνει εκεί. 

Αναπνέω αργά, έτσι λέει η λογική, ένα τοπογραφικό 

Σημείο στο ατελείωτο φιλμ που καίγεται. 

Ο καπνός είναι στροφές μέσα σ' αυτό το ποίημα - ένας
Νεκρός φίλος μου στέλνει χαιρετίσματα.

Το κενό έχει γραφεί;

Τι περιπέτεια...


Υπέρβαση






Έκανε άλμα το μπλε
Πάνω από το κιγκλίδωμα.

Tαίριαξε
Με του άσπρου το νεφέλωμα.

Οι μοίρες, σχόλασαν.







(από τις ''Ισορροπίες'', του 2012)

Βλέποντας (λάδι σε καμβά)



















Ξυπνάω, 

Πιάνοντας την αυγή που κατηφορίζει

Στον λαιμό και ψυθιρίζει 

Στα διψασμένα φύλλα: η νύχτα έφυγε και πήρε

Το σύννεφο μαζί της.

Ένας άνθρωπος της πόλης την ακολουθεί τραβώντας

Όλο τον κόσμο μαζί του. Δεν επέστρεψε ποτέ.


Το φως σήμερα δεν ήταν σε χρώμα ουρανί. 

Η μορφή του σβήνει από την περικυκλωμένη αγάπη.

Ή μήπως η χώρα πορεύεται έτσι;


Τα πινέλα ασταθή, ψάχνοντας άλλα μάτια 

Πετάνε τα χρώματα το ένα στα μούτρα 

Του άλλου.


Μια πέτρα τοξωτή, δίχως θεμέλιο 

Κινείται μέσα στην αναγνώριση 

Προχωρώντας 

Με στόχο στις επάλξεις - που αγωνίζονται 

Να ζωντανέψουν μία νέα γλώσσα. 

Ολοκληρωτικά σ’ αυτές να αφεθεί μα και 

Στην καρδιά του. Το λέει η ίσαλος γραμμή, που 
Χαράζεται στις πλευρές του ακίνητου σκάφους.


Πάνω σε μια γέφυρα από το πήγαιν’ έλα

Των βημάτων κάτι συμβαίνει

Που η φύση το ξέρει.