belvedere





Ο ρυθμός του φάρου εμφανίζει και εξαφανίζει
Τον κυματισμό. 
Έχω έρθει από πολύ μακριά σ' αυτό το ακρωτήρι.
Τι θέλει από μένα;
Αυτή τη στροφή του φωτός την πιάνω και την χάνω. 
Παιχνίδι;

Η θάλασσα έχει τον δικό της ρυθμό. 
Λιγότερο ή 
Περισσότερο νερό που σκάει στα πόδια μου 
Και μερικές φορές πολύ πιο πέρα, στην ακτή, 
Υφαίνοντας κοχύλια.

Η νύχτα εδώ 
Έχει στο παράθυρό της μια κερασμένη ματιά, χωρίς όρια, 
Λίγο αλάτι κι ένα κλωναράκι μίνθης να χαϊδέψεις. 
Να το χαϊδέψεις, ο ουρανός κάθεται.

Οι συμφωνίες μιας απούσας επίσκεψης




Ούτε κοντά, ούτε ένα βήμα πίσω 

να θεωρηθεί έστω αυτό

της σιωπηλής μαθητείας, πάντα ο ίδιος, 

να θέλει το βήμα αυτό ένα χειροκρότημα 

κονσέρβας - και μόνο.


Η φύση που με όρισε του γύρισε την πλάτη 

και με κάθε τι που περνούσε μέσα από χαμόγελο 

συνέχισα

την πορεία μου. Είδα τον άφταστο χυλό 

μετά από λίγες γραμμές

να φτύνει ψίχουλα αιώνων στα κλαρωτά μαλλιά 

μιας κυρίας με σκουφί αρχαίο. Συνέτρωγε 

μαζί με τον αθέατο 

επί του σεναρίου στίχο, που λάμπει

από το φως των τραπεζιών και το τελαρωμένο βυζί

της πόλης όπου βρίσκομαι.


Δεν κατάλαβα πως με προσπέρασε 

ο εαυτός μου 

και ακόμα τρέχει σαν καπνός από κερί σβησμένο

μη και τον προφτάσει ο γοργός εφιάλτης. 


Πέρασε μέσα από τις σκιές, 

τις φωτογράφισε σε πόζα ανάμνησης και έστρεψε 

την αιχμηρή γωνία κάθε αποφασισμένου. 

Εκεί σαν δρομέας τον έπιασα.


Βρεθήκαμε οκλαδόν, αντικριστά όπως παλιά. 

Σπρώχνουμε 

ασήμαντες ζωγραφιές - με τα χέρια στην πρόταση -

ποια θα χωρέσει μες στη ζωγραφιά 

του άλλου για να 'χει λίγο χρώμα παραπάνω το τοπίο.


Κάποιου το αυτί έπιασε τι λέγαμε και αναστέναξε 

με δύναμη.


Τώρα μπορείς να γράψεις το ποίημά σου. 


Ερυθρά άργιλος (β)

 




στ'

Πέρασαν τα σύννεφα ηττημένα,
Παραδώθηκαν στη σκιά τους:
Ηλιακό ρολόι για προσκεφάλι
Όραση με τον ιστό της
Νερό που τραγουδάει στην πέτρα
Περιστέρι στο χρώμα τους
Ένα κόκκινο όπλο με αρτηρία για τον ώμο
Άλλοι σκάβουν άλλοι θάβουν αορτήρες βροχή
Κάμποσο ουρανό για το Αιώνιο κτήνος 
Αμίλητα πρόσωπα σαν δρόμος πολέμου
Το βούισμα της ταχύτητας χωρίς να φτάνει η μέρα
Μια παιδική ζωγραφιά με τανυσμένη καρδιά
Και στάχυα που έμειναν άτριφτα στ'αλώνι

Μπορείς να βαδίσεις...

ζ'

Ξοδεύουμε μαζί τις ώρες μας
Το τοπίο απλώνεται χάρη στην όρασή μου

Μαθαίνω να βλέπω
Αυτή την όραση
 
Δεν ταιριάζει σε ό,τι βλέπει 
Σαν να 'ναι αντικλείδι

Εκτός κι αν καταδυθούν βαθιά, 
Από άπειρο ύψος
 
Εκεί όπου δεν έχει τέλος η πιθανότητα
Οριστικής διαφυγής

η'

Η συγκέντρωση παλιών πορτρέτων διαλύθηκε
Τα μικρόφωνα με μια προφυλακτική χειραψία
Απομακρύνθηκαν χωρίς να μιλούν,
Οι καμαρωτοί φωτισμοί κατέβηκαν τη σκαλωσιά και με 
Τους ακροατές συνόδευαν την αποχώρηση
Μ' ένα βιολάκι λέξεων μια κάποια οικειότητα,
Ένας αστείος τόνος μοιάζει με μπαγκέτα ντράμερ και 
Χτυπάει τα ξύλινα πλευρά του ηχείου,
Συνεπαρμένος απορούσα σαν κιθάρα δίχως χορδές
Που ξετρύπωσα από μία αποθήκη




Ερυθρά άργιλος (α)





α'

Πού χάρισε το φως η μέρα
Βλέμμα μακρό, στ' όνειρο

Οι ίνες των λεπτών τινάζονται
Δεν είναι μόνο ο ιστός που παγιδεύει

Ο χρόνος δίστασε, έχασε τους δείχτες
Το φως επιστρέφει τη σιωπή...

Έτσι κανένα καλούπι δεν πήρε το σκήπτρο
Ο στεναγμός της έκκλησης αυτής
Γίνεται η τωρινή σκιά

Όχι μοναδικό σημάδι...

Τώρα που θέλησε να οργώσει την πηγή,
Πέτρα


β'

Κανείς ουρανέ...κανείς.
Με το σύννεφο έκθετο στον διψασμένο
Ο ουρανός.

Το πρόσωπό του δεν το κρύβει.
Στο κρυφοπάτημα της γάτας, ως κι ο ουρανός.

Σε θέση μάχης: αιχμάλωτο περιστέρι,
Όπλο του φωτός
Ο ουρανός... ύποπτος ως κι ο ουρανός.

Κανείς ουρανέ...κανείς χωρίς όπλα.

γ'

Μίλησε όπως οδηγούν οι μεγάλοι ορίζοντες

Κομματιασμένα άλματα στο χρώμα
Του αίματος

Η σκυτάλη τού Πανάρχαιου ζώου
Στην αυγή 
Ριγμένο φυσίγγι

δ'

Βρεθήκαμε στη συγκυρία ενός παιχνιδιού
Όπου ο κάθε τοίχος διαλύεται

Ο φλοιός της γης αντιφεγγίζει
Την ορυκτή της γέμιση 
 
Σκεπή

ε'

Καλπασμοί στο πέταλο 
Των καλπασμών

Στην κινούμενη άμμο των σύννεφων
Ας φέρει τον πνιγμό 
Αποχωρώντας
Των κεραυνών το πιο στατικό

Τίποτα αναντικατάστατο